- ὑψαγόρης
- ὑψαγόραςboastermasc nom sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υψαγόρας — και ιων. τ. ὑψαγόρης, ου, ὁ, Α ὑψήγορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ᾱγόρᾱς (< ἀγορά), πρβλ. πυλ αγόρας] … Dictionary of Greek